O ΑΥΝΑΝΙΣΜΟΣ ΜΕ ΧΙΟΥΜΟΡ...ΣΕΧ HUMOR CARTOONS COUTARELLI[με έχουν κατηγορήσει ότι ειρωνεύωμαι τούς γκαίη-πραγμα που είναι λάθος.Απλώσ τούς σατιριζω αθώα]
DELOS Ιsland

ΑΡΧΙΚΗΚΡΙΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΥΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣΘΕΜΑΤΑΑΡΘΡΑΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ Ο ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ ΓΙΑ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΚΑΙ ΤΙΣ ΤΕΧΝΕΣ ΑΡΧΙΚΗ ΚΡΙΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΥ ΚΡΙΤΙΚΕΣ Ο κόσμος κατά Τοκάρτσουκ:Μουτζουρωμένος, θολός, τρεμοφεγγής, τη μια έτσι, την άλλη αλλιώς (της Δήμητρας Ρουμπούλα) 0 106 γράφει η Δήμητρα Ρουμπούλα «Τα πιο ενδιαφέροντα παραμένουν στη σκιά, σε ό,τι δε φαίνεται» Στο πρώτο βιβλίο, με τον περίεργο τίτλο «Εμπούσιον» και τον ασυνήθιστο υπότιτλο «Κλιματοθεραπευτικό θρίλερ», που έγραψε τέσσερα χρόνια μετά την ύψιστη λογοτεχνική διάκριση, το Νόμπελ Λογοτεχνίας, το 2018, αλλά και το Μπούκερ την ίδια χρονιά, η Όλγκα Τοκάρτσουκ επιχειρεί μια γλυκόπικρη συνάντηση με τη λογοτεχνική κληρονομιά της Ευρώπης. Μιλά για μια εποχή που οι άντρες, ακόμη και όταν είναι πολύ άρρωστοι, απολαμβάνουν μια ανώτερη θέση έναντι των γυναικών. Σε αυτό το τελευταίο της μυθιστόρημα, η Πολωνή συγγραφέας επισκέπτεται τον κόσμο του αριστουργήματος του Τόμας Μαν «Το μαγικό βουνό», που εκδόθηκε το 1924, με σκοπό να ανακαλύψει τα μυστικά του και ίσως να αποδομήσει κάποια σημαντική πτυχή του. Η ίδια έχει δηλώσει ότι το έχει διαβάσει πέντε ή έξι φορές από τότε που ήταν έφηβη, κάθε φορά διαφορετικά και έχει μαζί του «μια σχέση αγάπης και μίσους». Ο λόγος; Η αφάνεια των γυναικών από την πλοκή του, όπως συμβαίνει και σε πολλά άλλα έργα κλασικών, που η ίδια παραθέτει ως πηγές στο τέλος του βιβλίου της, το οποίο εκδόθηκε το 2022 και πρόσφατα στα ελληνικά από τον Καστανιώτη, σε μετάφραση Αναστασίας Χατζηγιαννίδη. Χωρίς να έχει σκοπό να απαντήσει από μια φεμινιστική οπτική στο «Μαγικό βουνό», αλλά να κοιτάξει τί υπάρχει πίσω από τις σκιές της πατριαρχίας, να επισημάνει την απουσία των γυναικών από την επί αιώνες πνευματική ζωή και τον περιορισμό τους στον ρόλο της αναπαραγωγικής διαδικασίας, στήνει μια ανάλογη συνθήκη. Έτσι, οι ήρωες του «Εμπούσιον», ετερόκλητοι χαρακτήρες που τους ενώνει μόνο η κοινή νόσος της φυματίωσης, διαμένουν σε ένα δημοφιλές σανατόριο στη γραφική λουτρόπολη Γκέρμπερσντορφ της Κάτω Σιλεσίας (σημερινό Σοκολόφσκο της Πολωνίας), αλλά λιγότερο κομψό από το αντίστοιχο των ελβετικών Άλπεων του «Μαγικού βουνού». Εκεί, τον Σεπτέμβριο του 1913, λίγο πριν τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, φτάνει από τη Λεόπολη (το πολωνικό τότε Λφόφ) ένας εικοσιτετράχρονος φοιτητής μηχανολογίας υδρο-αποχετευτικών συστημάτων, ονόματι Μιετσίσλαβ Βόινιτς, που αναδεικνύεται σε κεντρικό χαρακτήρα. Ντροπαλός και ευαίσθητος από τη φύση του, αποφεύγει τους συμπατριώτες του, ενώ οι άνθρωποι με τους οποίους συνδιαλέγεται κατά την παραμονή του σε αυτό το υγρό, απάνεμο χωριό θυμίζουν τις μυθικές μορφές που τσακώνονται για την ψυχή τού επίσης νεαρού ήρωα του Τόμας Μαν, Χανς Κάστορπ. Όλοι, άνδρες φυσικά, έχουν εγκατασταθεί σε ένα φθηνό κατάλυμα, που διευθύνει ο σκοτεινός Όπιτς, αφού κανείς τους δεν έχει την οικονομική άνεση να διαμείνει στο πιο εντυπωσιακό κουρχάουζ. Κάθε βράδυ, μετά από το αυστηρό πρόγραμμα θεραπείας, συγκεντρώνονται στην τραπεζαρία για να συζητήσουν και να μοιραστούν ένα ή περισσότερα ποτήρια Σβερμεράι, το τοπικό εθιστικό λικέρ. Αν και οι συνομιλίες τους περιστρέφονται γύρω από σοβαρά θέματα, για τη μοναρχία και τη δημοκρατία, τον κομμουνισμό και τον Μαρξ, τη «μόδα των εθνικών κρατών», τη ψυχανάλυση, την τέχνη, τη θρησκεία κ.ά., μόλις ξεκινήσει το Σβερμεράι, οι άντρες δυσκολεύονται να διατηρήσουν το ενδιαφέρον τους. Οι πιο ομιλητικοί της παρέας είναι ο Άουγκουστ, ένας Βιεννέζος κλασικός φιλόλογος, σοσιαλιστής, και ο Λούκας, από το Κόνιγκσμπεργκ της Ανατολικής Πρωσίας, καθηγητής ιστορίας και ένθερμος παραδοσιακός καθολικός. Ξεχωρίζει ο υπερευαίσθητος Τίλο, φοιτητής καλών τεχνών από το Βερολίνο, με τον οποίο ο Βόινιτς αποκτά μια ιδιαίτερη σχέση. Όπως ο Νάφτα και ο Σετεμπρίνι του «Μαγικού βουνού», ο Άουγκουστ και ο Λούκας περνούν μεγάλο μέρος του χρόνου τους βυθισμένοι σε φιλοσοφικές συζητήσεις, αλλά σε αντίθεση με τους ήρωες του Μαν, δεν εκφράζουν μια και μόνο διεισδυτική σκέψη. Οι φαινομενικά αντικρουόμενες απόψεις τους φαίνονται να συγκλίνουν σε μια αδιαμφισβήτητη θέση σχετικά με τις γυναίκες, που επαναλαμβάνεται ξανά και ξανά με ποικίλες εκφράσεις: Ότι ο γυναικείος εγκέφαλος λειτουργεί διαφορετικά από τον αντρικό, ότι οι γυναίκες είναι από τη φύση τους ευαίσθητες και ως εκ τούτου λειτουργούν χωρίς σκέψη, ότι ανήκουν σε προγενέστερο στάδιο της ανθρώπινης εξέλιξης, ότι είναι «κοινωνικά ανάπηρες» και «πάντα πρέπει να στηρίζονται στον άνδρα», ότι συγκροτούν «έναν ιδιότυπο αταβισμό σε σύγκριση με τον πολιτισμένο άνδρα» και «μόνο η μητρότητα δικαιολογεί την ύπαρξη αυτού του προβληματικού φύλου», ότι το σώμα τους δεν ανήκει μόνο στις ίδιες αλλά στην ανθρωπότητα κλπ κλπ. Όχι, η Τοκάρτσουκ δεν αναπτύσσει έναν αντίστροφο σεξισμό, απλώς διαβεβαιώνει ότι όλες οι παραπάνω μισογυνικές απόψεις που κατακλύζουν το «Εμπούσιον» αποτελούν παραφράσεις από κείμενα της αφρόκρεμας του δυτικού κανόνα, συμπεριλαμβανομένων των Αγίου Αυγουστίνου, Μπάροουζ, Κόνραντ, Δαρβίνου, Φρόιντ, Ησίοδου, Κέρουακ, Μίλτον, Νίτσε, Πλάτωνα, Έζρα Πάουντ, Ρακίνα, Σαρτρ, Σοπενχάουερ, Σαίξπηρ, Στρίντμπεργκ, Τζόναθαν Σουίφτ, Θωμά Ακινάτη, Βάγκνερ, Γέιτς και άλλων που αναφέρονται συγκεκριμένα. Υπογραμμίζοντας και επαναλαμβάνοντας τη σοφία των μεγαλύτερων μυαλών τη Ευρώπης, οι ένοικοι της πανσιόν συμμετέχουν σε ένα πραγματικό συμπόσιο πατριαρχικών ιδεών. Είναι ένα πλατωνικό συμπόσιο προσαρμοσμένο στην αντρική επιβεβαίωση, το οποίο η Τοκάρτσουκ ονομάζει Εμπούσιον – νεολογισμός που προέρχεται από τον αρχαιοελληνικό πολιτισμό: Έμπουσα και Συμπόσιον. Το τελευταίο αναφέρεται σαφώς στο ομώνυμο έργο του Πλάτωνα. Η Έμπουσα της ελληνικής μυθολογίας είναι φάντασμα ή δαίμονας που έστελνε η χθόνια Εκάτη ως προάγγελο δυστυχιών, άλλαζε συχνά μορφές και τρεφόταν με ανθρώπινες σάρκες. «Στη λέξη Εμπούσιον ενώνονται τα δύο στοιχεία που εν πολλοίς συνθέτουν τη δυτική σκέψη: το αρσενικό, που επιβάλλει την κυρίαρχη φιλοσοφία, και το θηλυκό, που σε αυτή τη φιλοσοφία είναι το Άλλο, το ανοίκειο». Με τη βαμπιρική φύση της Έμπουσας, το «Εμπούσιον» εξελίσσεται σε θρίλερ με τα φαντάσματα που κρύβονται πίσω από τις ιδέες. Σημασία δεν έχουν τόσο οι μονόλογοι των ανδρών όσο οι υπαινιγμοί του αόρατου ή δυσοίωνου, με το οποίο η συγγραφέας υπονομεύει την αίσθηση ασφάλειας των ηρώων. Ακόμη και ο τίτλος που επινόησε για να υποδηλώσει το κακόβουλο πνεύμα που προκαλεί χάος και σύγχυση αποτελεί ένδειξη ότι το έργο έχει να κάνει με αόρατες δυνάμεις που αναπόφευκτα επηρεάζουν τη μοίρα των χαρακτήρων. Η φθίση με την οποία παλεύει ο κεντρικός ήρωας και οι υπόλοιποι ασθενείς είναι σύμβολο του κακού που κρύβεται στις σκιές, αλλά και μια μεταφορά για τον αγώνα του ανθρώπου ενάντια στις αντιξοότητες. Ο Βόινιτς προσπαθεί να προσδιορίσει τον εαυτό του και τη θέση του στον κόσμο. Η έρευνά του γύρω από τον ξαφνικό θάνατο της συζύγου του κυρίου Όπιτς, γεγονός με το οποίο ξεκινά το βιβλίο, αλλά και τα μυστηριώδη περιστατικά που συμβαίνουν στα δάση και βουνά της περιοχής, αποτελούν για αυτόν μια προσπάθεια να κατανοήσει τον κόσμο και το «αόρατο εγώ» του. Λάτρης του μεταφυσικού και του μαγικού ρεαλισμού, η Τοκάρτσουκ στήνει έναν κόσμο που απειλείται. Δημιουργεί μια ατμόσφαιρα τρόμου με περίεργους ήχους στη στέγη και φονικά στο δάσος, όπου κάθε Νοέμβριο, λένε, βρίσκεται ένα διαμελισμένο ανδρικό σώμα και η ευθύνη βαραίνει τις Τούντσι, όπως ονομάζουν οι ντόπιοι τις γυναίκες που έχουν εγκαταλείψει τα σπίτια τους και, μεταμορφωμένες σε απόκοσμα εκδικητικά όντα, «έμπουσες της περιοχής», τρομάζουν και δολοφονούν άντρες, ενώ διαταράσσουν την ειρηνική τάξη του σανατορίου. Με άλλα λόγια, μια μεταφορά για την επίθεση του γυναικείου φύλου στις πατριαρχικές αντιλήψεις. Δεν αρκούν τα ανησυχητικά νέα για τον επερχόμενο Μεγάλο Πόλεμο, υπάρχουν και οι αόρατες απειλές που σχετίζονται με υπαρξιακά, κοινωνικά και φιλοσοφικά προβλήματα, με κυρίαρχο ανάμεσά τους αυτό της αποκλεισμού της γυναικείας σκέψης και της πατριαρχικής αντίληψης περί κατωτερότητας του γυναικείου φύλου. Ωστόσο, δεν είναι μόνο ο σεξισμός και ο μισογυνισμός με σημερινούς όρους που ενοχλούν την Πολωνή συγγραφέα, αλλά και η καταπίεση εκείνων των ανθρώπων, των ανδρών εν προκειμένω, που βρίσκονται στο «ανάμεσα» του δυαδικού διαχωρισμού των φύλων, θίγοντας έτσι και τα θέματα της ομοφυλοφιλίας και της ομοφοβίας. Το αισιόδοξο μήνυμα έρχεται στις τελευταίες σελίδες του «Εμπούσιον» από τον γιατρό του σανατορίου, δόκτορα Σέμπερβαϊς, ο οποίος δοκιμάζει και την νεότευκτη ψυχανάλυση: «Εάν κάποιος πιστεύει ότι ο κόσμος είναι ένα σύνολο χτυπητών αντιθέσεων, είναι άρρωστος». «Και πώς είναι ο κόσμος», ρωτά ο Βόινιτς. «Μουτζουρωμένος, θολός, τρεμοφεγγής, τη μια έτσι, την άλλη αλλιώς, ανάλογα με την οπτική γωνία», απαντά ο γιατρός για να καταλήξει: «…η επιβεβλημένη θεώρηση του κόσμου είναι πολύ συμβατική, δομημένη στην ανασφάλεια των επικριτών. Κάποιος σαν εσάς θα προκαλέσει απροθυμία και μίσος, γιατί θα υπενθυμίσει πως η εικόνα ενός ασπρόμαυρου κόσμου είναι απατηλή και καταστροφική». Κι ενώ οι άνθρωποι, σύμφωνα με τον δόκτορα Σέμπερβαϊς, πρέπει να απελευθερωθούν από τα «ασπρόμαυρα προβλήματα» και τη μία καθολική άποψη για τα πράγματα, η Όλγκα Τοκάρτσουκ, έχοντας σαφώς πάρει θέση για τη γυναικεία σιωπή στο «Μαγικό βουνό» και σε όλο το πατριαρχικό πνευματικό οικοδόμημα, μας προσφέρει ένα ακόμη εκπληκτικό μυθιστόρημα που αφορά πάνω απ΄όλα στη βαθιά κατανόηση του πολιτισμού και της ανθρώπινης σκέψης με τις αδικίες της, από το οποίο δεν λείπουν τα οικολογικά στοιχεία. Συγχρόνως, μια έξοχα γραμμένη ιστορία με σφιχτοδεμένη πλοκή και λεπταίσθητο λόγο που εκπλήσσει και ιντριγκάρει ως τη τελευταία σελίδα, πείθοντάς μας ότι αναπτύσσει συνεχώς και με μοναδικό στυλ τη λογοτεχνική τέχνη της και κάθε της έργο